- λειάνισμα
- το [λειανίζω]1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός2. σφαγιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατεμαχισμός — ο 1. η κατάτμηση ενός πράγματος σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα, λειάνισμα 2. ιατρ. εγχειρητική αγωγή κατά την οποία ο όγκος εξάγεται, αφού προηγουμένως έχει κοπεί σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεμαχίζω. Η λ.… … Dictionary of Greek
λεπτοτομία — η [λεπτοτομώ] διαίρεση σε λεπτά τεμάχια, λειάνισμα, ψιλό κόψιμο … Dictionary of Greek
λιάνισμα — το βλ. λειάνισμα … Dictionary of Greek